- καρδιογράφημα
- τοιατρ. γραφική παράσταση τής καρδιακής λειτουργίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiogram < cardio- (πρβλ. κάρδιο-) + -gram (πρβλ. γράμμα) που αποδίδεται ως -γράφημα (< γραφώ < -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.